Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γρύπωσις — crooking fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρύπωση — η (Α γρύπωσις) [γρυπούμαι] 1. κύρτωση 2. η παθολογική κύρτωση τών νυχιών … Dictionary of Greek